- φιλωρείτης
- -ου, και δωρ. τ. φιλωρείτας, ὁ, Ααυτός που αγαπά τα όρη.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -ωρεί-της (< ὄρος [ΙΙ]), πρβλ. ἀκρ-ωρείτης. Το -ω- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Για τη μορφή -ωρείτης τού β' συνθετικού βλ. και λ. όρος (II)].
Dictionary of Greek. 2013.